- συνασχαλώ
- και αττ. τ. ξυνασχαλῶ, -άω, Α(ποιητ. τ.) βλ. συνασχάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνασχάλλω — και ποιητ. τ. συνασχαλῶ, άω και αττ. τ. ξυνασχάλλω και ξυνασχαλῶ, άω, Α αγανακτώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσχάλλω «δυσανασχετώ, αδημονώ»] … Dictionary of Greek